Introduction

Έρμαιο

Έρμαιο

Καθόταν στην αποστειρωμένη αίθουσα αναμονής, ο μοναδικός άνθρωπος εκεί, όμως δεν ένιωθε μόνος. Από τότε που ο πόνος είχε γίνει διαρκής, πίστευε πως είχε χωριστεί σε δύο άτομα. Το ένα μπορούσε να δρα γύρω από τον πόνο, να σκέφτεται λογικά και συγκροτημένα. Αυτό το μέρος του μυαλού του, χάζευε της οθόνες που διαφήμιζαν τις παροχές του διαγνωστικού κέντρου και κάποιο συνεργαζόμενο με το κέντρο, ασφαλιστικό γραφείο. Αυτό το μέρος του μυαλού του, είχε αποστηθίσει τις πληροφορίες των δύο διαφημίσεων και πλέον σκάλιζε για λεπτομέρειες στα σποτάκια. Τι φοράει εκείνη η γριά που πρέπει να εξεταστεί; Πορτοκαλί πουλόβερ. Ποιο δόντι είναι στραβό στο χαμόγελο του γιατρού; Κανένα. Έπρεπε να παραμένει απασχολημένος, εναλλακτικά, το άλλο μέρος του μυαλού του ερχόταν στο προσκήνιο, και εκείνο το μέρος του μυαλού του είχε μετατραπεί σε πληγωμένο, απελπισμένο ζώο από τον ακατάπαυστο πόνο.

Δεν ήταν πάντα έντονος ο πόνος, αλλά ήταν διαρκής. Ήταν ύπουλος. Ήταν κακόβουλος και μικροπρεπής. Σαν τις ταινίες τρόμου που ενώ ξέρεις πως θα πεταχτεί κάτι ουρλιάζοντας, δεν μπορείς παρά να τιναχτείς και να φωνάξεις όταν γίνεται. Έτριψε το δεξί του γόνατο, προσέχοντας να μην σκύψει καθόλου. Ένιωθε λες και ανάμεσα στο χέρι του και το γόνατο παρεμβαλλόταν, πέραν του παντελονιού του, μία αδιόρατη επιφάνεια από στατικό ηλεκτρισμό, που με την άδεια της και μόνο, περνούσε η αίσθηση της αφής στο πόδι του. Τις τελευταίες δέκα μέρες αυτό το πόδι είχε μουδιάσει επιφανειακά, απόδειξη πως ήταν νευρικό το πρόβλημα, όπως είπε ο γιατρός. Του έγραψε να κάνει μαγνητική και για αυτό βρισκόταν εδώ τώρα.

«Μπορείτε να περάσετε τώρα» του είπε η ρεσεψιονίστ.  «Πρώτη πόρτα αριστερά.»

Της έγνεψε ανεπαίσθητα και στηρίχθηκε στα μπράτσα του καθίσματος. Έσπρωξε με τα χέρια του, προσέχοντας να μην στραβώσει την πλάτη του, ενώ πατούσε μόνο με το αριστερό του πόδι. Ένα παγωμένο χέρι έμπηξε τα σκληρά του δάχτυλα χαμηλά στην πλάτη του και τον έκανε να βογκήξει. Φτάνει, φτάνει! ούρλιαξε το μισό του μυαλό ενώ το άλλο είπε, δεν ήταν τίποτα, το περίμενες άλλωστε. Στάθηκε όρθιος όμως δεν κατάφερε να κρατήσει την πλάτη του ίσια, λες και όσο καθόταν, κάτι είχε φυτρώσει στην βάση της ράχης του και έγερνε από πάνω του χωρίς να του επιτρέπει να σηκωθεί εντελώς. Είναι επειδή καθόμουν τόση ώρα. Θα περάσει σε λίγο.

Έκανε μικρά μετρημένα βήματα από το κάθισμά του στον πιο κοντινό τοίχο, όπου και στηρίχτηκε. Γύρω από τον δεξί του αστράγαλο ένιωθε ένα καυτό στεφάνι να σφίγγει κάθε φορά που πατούσε. Το νεύρο είναι, είπε το ήρεμο μισό ενώ το άλλο μισό φαντάστηκε σκουριασμένες αλυσίδες τυλιγμένες γύρω από τον αστράγαλό του. Ξεφύσηξε και κοίταξε την ρεσεψιονίστ, έτοιμος να της χαμογελάσει ηρωικά. Κοιτούσε την οθόνη του υπολογιστή της, αγνοώντας τον εκνευριστικά. Έτσι δικαιολογείται η χαμηλή βαθμολογία στο ίντερνετ, σκέφτηκε.Περπάτησε προσεκτικά, σαν υπεραιωνόβιος τριάντα ετών κατά μήκος του διαδρόμου, πάντα στηριζόμενος στον τοίχο. Στα μισά της διαδρομής, ένιωσε κάτι να κουμπώνει πάνω από την λεκάνη του, και μια ανακουφιστική δροσιά τον διαπέρασε. Ασυναίσθητα, στάθηκε εντελώς όρθιος και περηφάνια τον κυρίευσε. Ολοκλήρωσε στητός την διαδρομή μέχρι την κλειστή πόρτα, σέρνοντας σκουριασμένες αλυσίδες.

Έγραφε μαγνητικός τομογράφος και από κάτω, μια κιτρινόμαυρη λωρίδα χώριζε την πόρτα στα δύο. Πήγε να την σπρώξει αλλά αυτή υποχώρησε ξαφνικά κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία στιγμιαία. Κατάφερε να στηριχτεί στο κούφωμα της πόρτας ενώ έπνιξε ένα ακόμα βογκητό. Κάτι καυτό τον διαπέρασε από την κορυφή του δεξιού του γλουτού μέχρι την φτέρνα. Σήκωσε το βλέμμα και είδε πέρα από την πόρτα την κατάλευκη σαν φάντασμα, ποδιά του γιατρού. Ο γιατρός στεκόταν μέσα σε ένα σκοτεινό προθάλαμο, με το ένα χέρι στην πόρτα, και το άλλο να κρατάει ένα ντοσιέ. Ήταν κοντός και αδύνατος, και η ποδιά του κρεμόταν πάνω του σαν σεντόνι. Χωρίς κουβέντα, τον κοίταξε μέσα από τα κοκάλινα γυαλιά του και μετά ξανά στο ντοσιέ. Έπειτα παραμέρισε, κάνοντάς του χώρο για να περάσει.

«Βγάλτε ότι μεταλλικό ή ηλεκτρονικό κουβαλάτε και αφήστε τα εκεί. Βγάλτε και το παλτό σας» του είπε, δείχνοντας ένα μικρό θάλαμο στα δεξιά του που είχε ένα σκαμπό και κρεμάστρες. Η πόρτα έκλεισε πίσω του μόνη της, αποκλείοντας το φως του διαδρόμου και βυθίζοντας τον χώρο σε ένα βαθυκόκκινο σκοτάδι που πήγαζε από μικρές κόκκινες λάμπες στο ταβάνι. Μάλλον έχει να κάνει με την ακτινοβολία, σκέφτηκε το ψύχραιμο μισό.Το άλλο μισό, παρακαλούσε το σώμα του να τον αφήσει ελεύθερο.

Όσο αφαιρούσε τα αντικείμενα στο σκοτάδι, ο γιατρός του έκανε τις συνηθισμένες ερωτήσεις, και σημείωνε τικ στο ντοσιέ πριν προλάβει καλά, καλά να ακούσει την απάντηση. Πόσα κιλά είσαι; Τι ύψος έχεις; Ηλικία; Αλλεργίες; Ευτυχώς, καμία από τις ζητούμενες κινήσεις δεν του προκάλεσε έξαρση πόνου.

Όταν τελείωσε τις ερωτήσεις, ο γιατρός άνοιξε τη μία από τις δύο άλλες πόρτες του κόκκινου προθάλαμου, και του έδειξε να περάσει. Ένα ηλεκτρικό βουητό έβγαινε από μέσα. Το νέο δωμάτιο ήταν επίσης σκοτεινό, αλλά ο λιγοστός φωτισμός ήταν λευκός, κάνοντας το εξωτερικό κόκκινο φως να φαίνεται ακόμα πιο απόκοσμο. Στα αριστερά, ένας τοίχος με ένα σκούρο, φιμέ τζάμι από τη μέση του ως το ταβάνι. Στα δεξιά, στο βάθος του δωματίου, έχασκε σαν πλαστικό στόμα κάποιου περίεργου πλάσματος, ο τομογράφος. Το βουητό πήγαζε από αυτόν, σαν στομάχι που γουργούριζε. Εκεί που το τέρας θα είχε την γλώσσα, ο τομογράφος, είχε ένα συρταρωτό φορείο. Όχι δεν είναι στόμα, σκέφτηκε, πιο πολύ σαν ψυγείο σε νεκροτομείο μοιάζει.

«Ξάπλωσε» είπε ο γιατρός.

Όχι, όχι, όχι! έσκουξε το φοβισμένο μισό. Το άλλο μισό παρέμεινε σιωπηλό. Το να ξαπλώνει ήταν το πιο δύσκολο κατόρθωμα τον τελευταίων ημερών. Υπήρχε πάντα μια στιγμή από την ώρα που ο κώλος του ακουμπούσε μέχρι να φτάσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι όπου μία μέγγενη τον έπιανε και τον σύνθλιβε. Εκείνη την στιγμή το σώμα του χωριζόταν στα τρία: Μούδιασμα από τις πατούσες ως τον καβάλο, πόνος σαν τα μέσα του να θέλουν να δραπετεύσουν από το δέρμα του από τον καβάλο μέχρι την ράχη και τίποτα το αξιοσημείωτο από την ράχη και πάνω. Πήρε μια βαθιά ανάσα, την κράτησε και έκατσε πάνω στο στενό φορείο. Ήταν στενό. Έπρεπε να προσέχει. Έσφιξε τα δόντια και σήκωσε τα πόδια του πάνω. Ταυτόχρονα, το ίδιο παγωμένο χέρι με πριν, έδωσε μια γροθιά στην πλάτη του. Μούγκρισε από πόνο, και άφησε την ανάσα του. Ετοιμάσου. Όχι, όχι, σε παρακαλώ. Άρχισε να ξαπλώνει πάνω στο στενό φορείο. Αισθάνθηκε τους μύες του στην δεξιά πλευρά του σώματός του να φουσκώνουν απότομα, πράγμα που ήξερε πως ήταν αδύνατο. Ολόκληρο το κορμί του τραντάχτηκε, σαν την επιφάνεια ταμπούρλου. Κλαψούρισε άθελά του.

«Όλα εντάξει;» ο γιατρός είπε, επιδεικνύοντας κάτι άλλο πέραν από ψυχρό επαγγελματισμό για πρώτη φορά.

Ξεφύσηξε μια, δυο φορές και του απάντησε, φορώντας εκείνο το ηρωικό χαμόγελο που είχε ετοιμάσει για την ρεσεψιονίστ. «Ναι, απλά το ξάπλωμα πάντα πονάει.»

Ο γιατρός δεν αποκρίθηκε, απλά του έδωσε να κρατάει μία συσκευή. «Αν γίνει τίποτα, δεν αισθανθείς καλά, πατάς το κουμπί και σταματάμε. Είκοσι λεπτά υπόθεση είναι.» Το έπιασε και ενστικτωδώς, σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος του. Μετά ο γιατρός έβγαλε ένα μεγάλο ζευγάρι ακουστικά μείωσης θορύβου που είχε κρυμμένο κάπου πάνω του. «Κάνει πολύ φασαρία, για αυτό θα φοράς αυτά. Εντάξει;»

Έγνεψε και ο γιατρός του τα φόρεσε. «­­Όλα καλά;», ο γιατρός έσκυψε από πάνω του και τον ρώτησε υπόκωφα. Όχι, με το ζόρι χωράω εδώ πάνω, είπε το ήρεμο μέρος του ενώ το πληγωμένο συνέχιζε το κλαψούρισμα. Τελικά έγνεψε ξανά και ο γιατρός εξαφανίστηκε από το οπτικό του πεδίο. Το μόνο που έβλεπε πλέον, ήταν τα πλακίδια της ψευδοροφής και τις αδύναμες λάμπες φθορισμού που φώλιαζαν εκεί. Τότε ένιωσε ένα τράνταγμα καθώς το συρτάρι άρχισε να κινείται, και εκατοντάδες σαρανταποδαρούσες πέρασαν πάνω από τα νεύρα του δεξιού του ποδιού. Έκλεισε τα μάτια του και γέμισε τα πνευμόνια του με αέρα. Ένιωσε κάτι να ακουμπάει ανεπαίσθητα τους ώμους του ενώ το τράνταγμα συνεχίστηκε για ένα δευτερόλεπτο ακόμα. Άφησε την ανάσα του και άνοιξε τα μάτια του. Το μόνο που μπορούσε αν δει ήταν λευκό πλαστικό. Όλως περιέργως, έμπαινε φως μέσα στον τομογράφο. Το τέρας με κατάπιε, σκέφτηκε με το φοβισμένο μέρος του μυαλού του. Με έβαλαν στο ψυγείο του νεκροτομείου, συμφώνησε το ψύχραιμο. Σήκωσε λίγο το λαιμό του και κατάφερε να δει τα χέρια του πάνω στο στήθος του και τις πατούσες του που ήταν έξω από τον τομογράφο.

Ένα απρόσμενο βουητό, που το άκουσε κυρίως επειδή αντήχησε μέσα στο στομάχι του παρά επειδή έφτασε στα βουλωμένα αυτιά του, τον ξάφνιασε. Φώναξε, τινάχτηκε και σαν αποτέλεσμα, χτύπησε με το μέτωπο και τα χέρια του, στην οροφή του τομογράφου και έδωσε την ευκαιρία στον πόνο που καραδοκούσε να τον τυλίξει ξανά για μια στιγμή. Η συσκευή γλίστρησε από το χέρι του και όπως σφίχτηκε ολόκληρος από τον πόνο, κύλησε στο πλάι, λογικά ανάμεσα στην κοιλιά του και τον τομογράφο. Προσπάθησε να το πιάσει αλλά δεν χωρούσε να φέρει το χέρι του ως εκεί. Δεν πειράζει, είκοσι λεπτά είναι όλα κι όλα, δεν θα πάθεις τίποτα, του είπε το ήρεμο μέρος του μυαλού του.

Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να ηρεμήσει. Το βουητό σταμάτησε και την θέση του πήραν τακτικά χτυπήματα που ακούγονταν περιμετρικά των ποδιών του. Ο ήχος ήταν περίεργος, μια ηλεκτρική εκκένωση που ακολουθούσε ένα έντονο τακ. Μπζ-Τακ. Μπζ-Τακ. Αδιάκοπα και ρυθμικά. Σαν την ραπτομηχανή της γιαγιάς του. Τότε το πανικόβλητο μισό του εγκεφάλου του, μετέτρεψε το ύφασμα κάτω από την ραπτομηχανή στην σάρκα του ποδιού του, με την βελόνα να το τρυπάει σε κάθε μπζ‑τακ και μετά να γλιστράει λίγο παραπάνω, για να τον τρυπήσει ξανά και ξανά.

Άρχισε να ιδρώνει και το στήθος του βάρυνε. Χωρίς να ανοίξει τα μάτια του, προσπάθησε ξανά να πιάσει το μαραφέτι με το κουμπί. Μάταια. Δεν θα πάθεις τίποτα. Μια απλή διαγνωστική συσκευή είναι. Σκέψου κάτι άλλο, του είπε χαμηλόφωνα το ψύχραιμο μισό του. Αν ήταν το μισό πια. Σκέψου κάτι χαζό και ανάλαφρο. Σκέψου πολύχρωμα κάπκεϊκς. Φαντάστηκε μια πιατέλα γεμάτη κεκάκια τυλιγμένα με χρωματιστά περιτυλίγματα. Μπζ-τακ. Η πιατέλα άρχισε να δονείται στον ρυθμό του τομογράφου. Μπζ-τακ. Τα κεκάκια άρχισαν αν χορεύουν πέρα δώθε. Μπζ-τακ. Η πιατέλα ράγισε, τα κεκάκια θρυμματίστηκαν. Το στήθος του βάρυνε κι άλλο. Όλα καλά θα πάνε, μια μικροσκοπική φωνή του ψιθύρισε μετά βίας.

Άνοιξε τα μάτια του. Κόκκινο. Δεν ήταν κόκκινο πριν. Μπζ-τακ. Ο θόρυβος σταμάτησε για μια στιγμή. Προσπάθησε να κοιτάξει προς τα έξω. Δεν μπορούσε να δει τα παπούτσια του πια. Σαν να είχαν κλείσει τα τοιχώματα του τομογράφου, σαν να ήθελε να τον χωνέψει. Τότε άρχισε πάλι ο θόρυβος, γύρω από την μέση του αυτή την φορά. Μόνο που σε κάθε χτύπημα, το πανικόβλητο μυαλό του του έδειχνε χέρια με γαμψά νύχια να κοπανάνε πάνω στο πλαστικό τοίχωμα του τομογράφου.

Η ανάσα του έγινε κοφτή και δυσάρεστη. Τα πνευμόνια του δεν χωρούσαν πια στο ασήκωτο στήθος του. Προσπάθησε να συρθεί προς τα κάτω και το φρικτό, παγωμένο χέρι του πόνου τον γράπωσε από τον κορμό. Φώναξε αλλά δεν το άκουσε. Το μούδιασμα είχε κυλήσει σαν φίδι από το δεξί του πόδι και τύλιγε και το δεξί του μπράτσο. Βγες έξω, του είπε η ανεπαίσθητη φωνούλα μέσα του. Προσπάθησε να αγνοήσει τον πόνο και να βγει από το στόμα του τέρατος. Έγειρε το βάρος του προς τα αριστερά, χωρίς πρόβλημα. Πήγε να κάνει το ίδιο προς τα δεξιά και να κερδίσει μερικά εκατοστά. Ένιωσε να σχίζεται από τον ώμο ως την φτέρνα. Τέντωσε τον λαιμό του προς τα πίσω και τα ακουστικά πέσαν από το κεφάλι του και ο χαλασμός εισέβαλε στα αυτιά του.

Τα πάντα ήταν κόκκινα. Ότι σήμα λάμβανε ο εγκέφαλός του το μετέφραζε σε καυτό κόκκινο. Ο πόνος που πήγαζε μέσα απ’ το κορμί του, το διαβολεμένο κόκκινο φως που πλημμύρησε τα πάντα, ο απίστευτος, απόκοσμος θόρυβος που αύξανε την ένταση σε κάθε χτύπο. Κάνε το να σταματήσει, κάνε κάτι, του ούρλιαξε το τρομοκρατημένο μυαλό του. Ούρλιαξε και αυτός μαζί και όλα έγιναν ένα συνονθύλευμα πόνου και πανικού. Τότε αποφάσισε το σώμα του να του κάνει την χάρη και να τον απαλλάξει, κάνοντας την καρδιά του να χτυπάει στον ίδιο ρυθμό του τομογράφου. Μπζ-τακ. Μπζ-τακ. Ένα τελευταίο μούδιασμα πέρασε και το αριστερό του χέρι. Έτσι είναι καλύτερα, σκέφτηκε με ένα μυαλό πριν όλα γίνουν μαύρα.

*

Μια άσχημη μυρωδιά εισέβαλε στα ρουθούνια του γιατρού με το που άνοιξε την πόρτα. Πλησίασε το φορείο και επιχείρησε να το τραβήξει μαλακά προς τα έξω. Κάπου σκάλωσε.

«Όλα καλά;» ρώτησε τον ασθενή. Καμία απάντηση.

«Θα τραβήξω λίγο. Μην τρομάξεις» είπε ο γιατρός.

Έβαλε τα δύο χέρια στην μπάρα και τράβηξε δυνατά, βγάζοντας το φορείο έξω με μιας, ενώ ταυτόχρονα, μία σουβλιά διαπέρασε τη μέση του και τον έκανε να βλαστημήσει ενώ η έντονη δυσωδία τον χτύπησε σαν γροθιά στο πρόσωπο.

«Χριστέ μου» είπε ο γιατρός ενώ δίπλωσε στο πάτωμα, τόσο από τον παγωμένο χέρι του πόνο στη μέση του όσο από το θέαμα μπροστά του.